- ζητητικός
- η , ό[ν] исследовательский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζητητικός — disposed to search masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικός — ή, ό (AM ζητητικός, ή, όν) [ζητητής] 1. αυτός που έχει τάση για πνευματικές έρευνες 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Ζητητικοί οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι 3. το θηλ. η ζητητική το φιλοσοφικό σύστημα τών ζητητικών, η Σκεπτική φιλοσοφία αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
ζητητικός — ή, ό αυτός που έχει την τάση να ερευνά την αλήθεια: Ζητητικοί φιλόσοφοι (οι σκεπτικοί) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζητητικά — ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc pl ζητητικά̱ , ζητητικός disposed to search fem nom/voc/acc dual ζητητικά̱ , ζητητικός disposed to search fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικώτερον — ζητητικός disposed to search adverbial comp ζητητικός disposed to search masc acc comp sg ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικῶν — ζητητικός disposed to search fem gen pl ζητητικός disposed to search masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικόν — ζητητικός disposed to search masc acc sg ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικαί — ζητητικός disposed to search fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικοῖς — ζητητικός disposed to search masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικοί — ζητητικός disposed to search masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητητικοῦ — ζητητικός disposed to search masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)